ανόφθαλμος

ανόφθαλμος
(anophthalmus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των καραβιδών, που απαντώνται στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη. Ζούν κάτω από πέτρες στο βάθος σπηλαίων. Τα έντομα αυτά είναι υπανάπτυκτα και δεν έχουν μάτια και φτερά.
* * *
ο (Μ ἀνόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. ονομασία μικρών κολεό πτερων που ζουν σε σκοτεινούς τόπους
μσν.
ο χωρίς οφθαλμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνόφθαλμος — without eyes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anophthalmia — Classification and external resources ICD 10 Q11.0 Q …   Wikipedia

  • αόφθαλμος — ἀόφθαλμος, ον (Μ) ο ανόφθαλμος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”